- χρυσανταυγής
- -ές, Α(ποιητ. τ.) χρυσαυγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + ἀνταυγής «αυτός που ανακλά φως, που φεγγοβολά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσανταυγῆ — χρῡσανταυγῆ , χρυσανταυγής reflecting golden light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρῡσανταυγῆ , χρυσανταυγής reflecting golden light masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρῡσανταυγῆ , χρυσανταυγής reflecting golden light… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek